- ευφιλής
- εὐφιλής, -ές (Α)1. παθ. αυτός που αγαπιέται πολύ, φίλτατος, αγαπητός2. ενεργ. αυτός που αγαπά πολύ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -φιλής (< φιλείν), πρβλ. δημο-φιλής, προσ-φιλής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐφιλής — well loved masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφιλῆ — εὐφιλής well loved neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐφιλής well loved masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐφιλής well loved masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… … Dictionary of Greek